- ἐναποπατεῖν
- ἐναποπατέωventrem exonerare inpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναποπατώ — ἐναποπατῶ ( έω) (Α) αποπατώ μέσα σε κάτι («ἐναποπατεῑν ἐστ ἐπιτήδειος πάνυ», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek